- ἀκατούλωτος
- ἀκατούλωτος, ον,A not scarred over, Herod.Med. ap. Orib.10.11.3, Philum.Ven.10, Ruf.Fr.118.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακατούλωτος — ον [κατουλώ] αυτός που δεν έχει επουλωθεί … Dictionary of Greek
ἀκατούλωτον — ἀκατούλωτος not scarred over masc/fem acc sg ἀκατούλωτος not scarred over neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατούλωτα — ἀκατούλωτος not scarred over neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)